-
1 χαμήλωμα
[хамилома] ουσ. о. опускание, понижение, снижение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαμήλωμα
-
2 падение
падение с 1) прям., перен.η πτώση· η κατάπτωση (тк.перен.У \падение правительства η πτώση της κυβέρνησης 2) (понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα 3) упадок η έκπτωση, η ελάττωση* * *с1) прям., перен. η πτώση; η κατάπτωση (тк. перен.)паде́ние прави́тельства — η πτώση της κυβέρνησης
2) ( понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα3) ( упадок) η έκπτωση, η ελάττωση -
3 понижение
понижение с 1) το χαμήλωμα· η μείωση, η ελλάτωση (уменьшение)' η πτώση (падение) 2) (по службе) о υποβιβασμός* * *с2) ( по службе) ο υποβιβασμός -
4 снижение
снижение с 1) (самолёта и т. п.) το κατέβασμα, το χαμήλωμα 2) (уменьшение) η μείωση; ο υποβιβασμός; \снижение цен η πτώση των τιμών, η έκπτωση* * *с1) (самолёта и т. п.) το κατέβασμα, το χαμήλωμα2) ( уменьшение) η μείωση; ο υποβιβασμόςсниже́ние цен — η πτώση των τιμών, η έκπτωση
-
5 преклонение
-я ουδ.1. παλ. χαμήλωμα• υποστολή•преклонение главы χαμήλωμα του κεφαλιού•
знамн υποστολή των σημαιών.
2. υπόκλιση, σεβασμόςθαυμασμός. -
6 понижение
η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, η πτώση. - интереса эк. - του τόκουкапиллярное тех. - η τριχοειδής ταπείνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понижение
-
7 снижение
1. (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, το κατέβασμα- курса доллара (банк.эк.) - της τιμής του δολαρίου2. (ухудшение, напр. качества) η υποβάθμιση 3. ав. η κάθοδος 4. (в должности, звании) о υποβιβασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снижение
-
8 опущение
опущениес1. (действие) τό χαμήλωμα, ἡ πτώση [-ις], τό πέσιμο·2. (пропуск). ἡ παράλειψη [-ις], τό παρόραμα·3. мед. ἡ πτώση [-ις]. -
9 поиижение
поииж||ениес1. ἡ μείωση [-ις], ἡ ἐλάττωση [-ις], τό χαμήλωμα / ἡ πτώση [-ις] (падение):\поиижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση) τῶν τιμών, ἡ ὑποτίμηση·2. (по службе) ὁ ὑποβιβασμός. -
10 снижение
сниж||ениес1. ἡ ἐλάττωση, ἡ μείωση/ ἡ ὑποτίμησηί-ις / ἡ πτώση (тк. цен):\снижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση, ἡ πτώση) τῶν τιμών2. (по службе) ἡ ὑποβίβαση [-ις]·3. (самолета) τό χαμήλωμα, τό κατέβασμα. -
11 опущение
[απουστσιένιιε] ουσ. ο. πέσιμο, πτώση, χαμήλωμα -
12 опущение
[απουστσιένιιε] ουσ ο πέσιμο, πτώση, χαμήλωμα -
13 низина
-ы θ.χαμηλότοπος• χαμήλωμα. -
14 опускание
-я ουδ.1. κατέβασμα, κατάβαση.2. απόθεση. || χαλάρωση, χαμήλωμα. || κλείσιμο.3. παράλειψη. || ρίψη, ρίξιμο. || βύθιση.(ιατρ.) πτώση•опускание желудка πτώση του στομάχου.
-
15 опущение
-я ουδ.1. κατέβασμα, κατάβαση. || χαμήλωμα. || χαλάρωση. || απόθεση, απίθωμα. || ρίψη, ρίξιμο. || βύθιση• παράλειψη.2. (ιατρ.) πτώση•опущение желудка πτώση του στομάχου.
-
16 понижение
-я ουδ.1. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα• κατέβασμα• πτώση•понижение цен μείωση των τιμών•
голоса χαμήλωμα της φωνής•
понижение температуры πτώση της θερμοκρασίας.
|| υποβίβαση•понижение должности υποβίβαση του αξιώματος.
2. χαμηλό μέρος. -
17 сбрасывание
-я ουδ.1. κατάρριψη.2. στρατ. απώθηση.3. γκρέμισμα, αποτίναξη.4. αφαίρεση• βγάλσιμο.5. αποβολή, διώξιμο.6. χαμήλωμα, κατέβασμα• λιγόστεμα, μείωση, ελάττωση.
См. также в других словарях:
χαμήλωμα — ώματος, το, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαμηλώνω, ελάττωση τού ύψους, τού ποσού ή τής έντασης 2. χαμηλή τοποθεσία … Dictionary of Greek
χαμήλωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαμηλώνω. 2. χαμηλή τοποθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
αεροστατική — Κλάδος της φυσικής που μελετά τις μηχανικές ιδιότητες των αερίων, όταν βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η α. ερευνά επίσης τις συνθήκες ισορροπίας των στερεών σωμάτων, που ηρεμούν στον αέρα, υπό την επίδραση του βάρους τους και της άνωσης που… … Dictionary of Greek
κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… … Dictionary of Greek
καταβίβαση — η (AM καταβίβασις) [καταβιβάζω] καταβιβασμός, κατέβασμα, χαμήλωμα αρχ. (ειδ.) η μεταφορά τού τόνου μιας λέξεως προς το τέλος, προς τη λήγουσα … Dictionary of Greek
καταβιβασμός — ο (AM καταβιβασμός) [καταβιβάζω] 1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση 2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» το κατέβασμα τού τόνου προς το τέλος τής λέξεως, προς τη λήγουσα … Dictionary of Greek
κατασπασμός — κατασπασμός, ὁ (Α) [κατασπώ] 1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω 2. έκκριση 3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα 4. (για δέντρα) συλλογή καρπών 5. μουσ. το χαμήλωμα τής έντασης τής φωνής ή τού ήχου 6. κατάπτωση, αθυμία … Dictionary of Greek
σιγουράρισμα — το, Ν [σιγουραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουράρω, η επίτευξη ασφάλειας ή βεβαιότητας, σιγούρεμα 2. ναυτ. χαμήλωμα, χαλάρωμα τών πανιών ή των σχοινιών τού πλοίου … Dictionary of Greek
ταπείνωμα — το, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] νεοελλ. μσν. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη μσν. αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα 2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη … Dictionary of Greek